- κεπφαττελεβώδης
- κεπφαττελεβώδης, ες,A as brainless as a κέπφος or an ἀττέλεβος, cj. Bentl. in Archestr.Fr.23.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεπφαττελεβώδης — κεπφαττελεβώδης, ῶδες (Α) ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. ώδης*. Το ε στο λε αφομοιωτικά προς το πρώτο] … Dictionary of Greek
κεπφαττελεβώδη — κεπφαττελεβώδης as brainless as a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεπφαττελεβώδης as brainless as a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεπφαττελεβώδης as brainless as a masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)